-
1 где
где 1. (вопрос) πού \где по чта? πού βρίσκεται το ταχυδρομείο; \где вы были? πού ήσαστε; 2. союз όπου, που; \где бы ни όπου κι αν, οπουδήποτε; -бы то ни было όπου κι αν είναι* * *1.( вопрос) πούгде по́чта? — πού βρίσκεται το ταχυδρομείο
2.где вы бы́ли? — πού ήσαστε
союз όπου, πουгде бы ни — όπου κι αν, οπουδήποτε
где бы то ни́ было — όπου κι αν είναι
-
2 находиться
находиться 1) см. Найтись 2) (быть, помещаться) βρίσκομαι, είμαι· где находится...? πού βρίσκεται...; где мы находимся? πού βρισκόμαστε;* * *1) см. найтись2) (быть, помещаться) βρίσκομαι, είμαιгде нахо́дится...? — πού βρίσκεται...
где мы нахо́димся? — πού βρισκόμαστε
-
3 нигде
нигде πουθενά" его \нигде нет πουθενά δεν είναι (или δε βρίσκεται)· мы ещё \нигде не были δεν πήγαμε ακόμα πουθενά* * *его́ нигде́ нет — πουθενά δεν είναι ( или δε βρίσκεται)
мы ещё нигде́ не́ были — δεν πήγαμε ακόμα πουθενά
-
4 озадаченный
озадаченныйприч. и прил ἀμήχανος, πού βρίσκεται σέ ἀπορία, πού βρίσκεται σέ ἀμηχανία. -
5 нахождение
-я ουδ.1. εύρεση, ανακάλυψη, εφεύρεση• επινόηση.2. τόπος ύπαρξης, μέρος οπού βρίσκεται κάτι•место -я руды τόπος ύπαρξης ορυκτού•
место -я судна μέρος όπου βρίσκεται το σκάφος.
-
6 бондовый
(находящийся в залоге на таможенном складе) мор. της εγγύησης (κάτι που βρίσκεται ως εγγύηση στην αποθήκη εμπορευμάτων του τελωνείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бондовый
-
7 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
8 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
9 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
10 задний
-
11 бывать
быва||тьнесов1. (иметься, суще^. вовать) 'έχω, ὑπάρχω:\быватьет ли у тебя время? ἔχεις καιρό;;2. (случапгьщ συμβαίνω, τυχαίνω/ γίνομαι (прои^. дить):\быватьют странные случаи συμβαίνον περίεργα πράγματα, συμβαίνουν παράς^. περιπτώσεις; заседание \быватьет раз в меся» συνεδρίαση γίνεται μιά φορά τό μήνα; не \бывать этому! αὐτό δέν θά γίνει ποτέ!;3. (быть, находиться) είμαι, βρίσκομαι; она всегда в э́то время \быватьет дома τέτοια ὠρα εἶναι (или βρίσκεται) πάντοτε σπίτι;4. (посещать) πηγαίνω, συχνάζω:я часто \быватью в театре πηγαίνω συχνά στό θέατρο; по вечерам он \быватьет в клубе τά βράδυα συχνάζει στή λεσχη;5. (в знач. связки) είμαι:\быватьет жаль, что... εἶναι λυπηρό, πού...; ◊ как ни в чем не \быватьло σάν νά μήν είχε συμβεί τίποτε; его там и не \быватьло αὐτός οὔτε πέρασε ποτέ ἀπό ἐκεϊ. -
12 встречатьться
встречать||ться1. (с кем-л., с чем-либо) συναντιέμαι, συναντώμαι, ἀνταμώνομαι:мы с ним часто \встречатьтьсяемся συναντώ-μεθα (или ἀνταμώνουμε) συχνά·2. (попадаться, случаться) βρίσκομαι, ἀπαντώ, ἀπαντώμαι:это слово часто \встречатьтьсяется ἡ λεξις ἀπαντᾶ (или βρίσκεται) συχνά. -
13 лежать
леж||а́тьнесов1. εἶμαι ξαπλωμένος, κοί-τομαι, κεΐμαι, πλαγιάζω:\лежать на траве πλαγιάζω ἐπάνω στά χόρτα· \лежать в больнице βρίσκομαι στό νοσοκομείο·2. (быть расположенным) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, είμαι:город \лежатьит на берегу́ моря ἡ πόλη βρίσκεται στήν ἀκροθαλασσιά, ἡ πόλη εἶναι παραθαλάσσια·3. (на ком-л.\лежатьоб обязанностях, заботах и т. п.):<§ти обязанности \лежатьат на нем αὐτά εἶναι δικά του καθήκοντα· ◊ \лежать в основе ἀποτελώ τή βάση. -
14 находиться
нахо||ди́ться Iнесов1. (обнаруживаться) βρίσκομαι, εὐρίσκομαι, ἀνευρίσκομαι:находятся желающие... βρίσκονται πολλοί πού ἐπιθυμοῦν...·2. (не растеряться) δέν τά χάνω, δέν χάνομαι, δέν σαστίζω, διατηρώ τήν ψυχραιμία μου:я не \находитьсяжу́сь, что ответить δέν ξέρω πῶς νά ἀπαντήσω·3. (быть расположенным) βρίσκομαι, είμαι, κεΐμαι:школа находится за углом τό σχολείο βρίσκεται στή γωνία·4. (пребывать) είμαι, βρίσκομαι:\находиться в отпуску́ εἶμαι σέ ἀδεια· \находиться под подозрением θεωρούμαι ὑποπτος· \находиться под судом εἶμαι ὑπόδικος.находиться IIсов (много ходить) περπατώ πολύ, βαδίζω πολύ / ξεποδαριάζομαι (устать). -
15 некого
некогомест, (некому, некем, не о ком) δέν εἶναι κανείς, δέν ἔχω κανένα:\некого винить в этом δέν μπορῶ νά κατηγορήσω κανένα· некому сказать δέν ἔχω σέ ποιόν νά πῶ· некому взяться за это δέν βρίσκεται κανένας νά τό ἀναλάβει· его́ некем заменить δέν ἔχω μέ ποιόν νά τόν ἀντικαταστήσω· не о ком вспомнить δέν εἶναι κανείς πού ν' ἀξίζει νά τόν θυμηθείς. -
16 помещаться
помеща||ться1. (находиться) εὐρίσκομαι, διαμένω, ἐγ-καθίσταμαι / κατοικώ (жить):парикмахерская \помещатьсяется в этом доме τό κουρείο βρίσκεται σ· αὐτό τό σπίτι·2. (вмещаться) χωρώ. -
17 приусадебный
приусадебныйприл πού βρίσκεται δίπλα στό σπίτι, στό ἀγρόκτημα:\приусадебный участок κτήμα δίπλα στό σπίτι. -
18 трудно
труднонареч1. δύσκολα:очень \трудно πολύ δύσκολα, δυσκολώτατα·2. предик безл:это очень \трудно понять εἶναι δύσκολο νά καταλάβεις· ей \трудно приходится δυσκολεύεται, βρίσκεται σέ δυσκολία. -
19 цвести
цве||стинесов1. ἀνθίζω, ἀνθώ, λουλουδίζω·2. перен (процветать) ἀκμάζω, βρίσκομαι σέ ἄνθηση, βρίσκομαι σέ ἀκμή:страна \цвеститет ἡ χώρα βρίσκεται σέ ἀκμή (или σέ ἀνθηση)·3. (плесневеть) μουχλιάζω. -
20 приусадебный
[πρισυσάντιμπνυϊ] εκ. που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Μουσείο Κεραμεικού — Βρίσκεται στα αριστερά της εισόδου του αρχαιολογικού χώρου του Κεραμεικού (Ερμού 148, Αθήνα), χτίστηκε το 1937, με δωρεά του Γερμανού βιομήχανου Gustav Oberlander, και επεκτάθηκε τη δεκαετία του 1960. Στεγάζει τα ευρήματα των ανασκαφών που… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Μαραθώνος — Βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Αγριελίκι, πολύ κοντά στο νεκροταφείο του Βρανά (Πλαταιών 114, Μαραθώνας). Aνεγέρθηκε με δαπάνη του επιχειρηματία Ευγένιου Παναγόπουλου και εγκαινιάστηκε το 1975. Η συλλογή περιλαμβάνει σημαντικά εκθέματα από… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Βραυρώνας — Βρίσκεται πολύ κοντά στον αρχαιολογικό χώρο του ιερού της Βραυρωνίας Αρτέμιδος. Χτίστηκε το 1962, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Γ. Φωτιάδη, και άνοιξε τις αίθουσές του στο κοινό το 1969. Εκτός από τα ευρήματα του ιερού, στεγάζει και ευρήματα των… … Dictionary of Greek
Πετράκη, μονή — Βρίσκεται στην Αθήνα, πίσω από το νοσοκομείο Ευαγγελισμός, μέσα σε μικρή συστάδα από αιωνόβια πεύκα και κυπαρίσσια, που αποτελούν το τελευταίο υπόλειμμα του δάσους που σκέπαζε παλιότερα την περιοχή. Στο κτίριο που χτίστηκε τελευταία στην Α πλευρά … Dictionary of Greek
Φαλκονιέρι έπαυλη — Βρίσκεται ανάμεσα στα προάστια της Ρώμης Φρασκάτι και Καμαλντόλι. Χτίστηκε το 1550 από τον καρδινάλιο Ρουφίνα. Για ένα διάστημα τελούσε υπό την κατοχή του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου B’, ο οποίος την είχε μετατρέψει σε αναπαυτήριο… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Καλλιθέα — Ονομασία σαράντα οικισμών. 1. Πόλη (υψόμ. 25 μ., 109.609 κάτ.) του νομού Αττικής. Ανήκει στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, της οποίας ουσιαστικά αποτελεί προάστιο. Βρίσκεται σε απόσταση 5 χλμ. ΝΔ του κέντρου της Αθήνας. Αποτελεί τον… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek